ρεκάζω

ρεκάζω
Ν
1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
2. κλαίω γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρέγχω / ρέγκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρεκάζω — ρέκαξα, βγάζω φωνή σαν κρωγμό όρνεου, σκούζω: Η γριά μάγισσα δε μιλούσε, ρέκαζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρέκασμα — το, Ν [ρεκάζω] θρήνος, σκούξιμο …   Dictionary of Greek

  • ρεκασμός — ο, Ν [ρεκάζω] το ρέκασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”